- πρισματοειδής
- -ές, Ν1. αυτός που έχει σχήμα πρίσματος2. το ουδ. ως ουσ. το πρισματοειδέςμαθημ. πολύεδρο τού οποίου οι βάσεις είναι παράλληλες χωρίς κατ' ανάγκην να είναι όμοια πολύγωνα, ενώ οι υπόλοιπες έδρες είναι τραπέζια ή παραλληλόγραμμα ή ακόμη και τρίγωνα τα οποία έχουν την κορυφή τους στη μία βάση και την απέναντι πλευρά στην άλλη βάση.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίσμα, -ατος + -ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.